- καπνίσματα
- κάπνισμαoffering of smokeneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
покажениѥ — ПОКАЖЕНИ|Ѥ (6*), ˫А с. 1.Окуривание дымом от сжигания при жертвоприношении: пришьдъшима же има. къ рѣцѣ тигрѣ. и ѡтрокѹ вълезъше купатъсѧ. рыба же велика прискочи к немѹ. и ре(ч) ѥмѹ анг҃лъ. ими рыбѹ. и прорѣзавъ ѹтробѹ ѥ˫а изми золчь и ср҃дце… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
κάπνισμα — I Εισπνοή καπνού, προερχόμενου από καιόμενη ουσία (όπως τα φύλλα του ομώνυμου φυτού). Αποτελεί μία συνήθεια που προήλθε από τους γηγενείς της αμερικανικής ηπείρου. Ως τρόποι κ. αναφέρονται το τσιγάρο, η πίπα, το πούρο και –καταχρηστικά, επειδή η… … Dictionary of Greek